- προσιτεύω
- Μ(το παθ.) προσιτεύομαιτρέφω προηγουμένως («φυτώριον... ἐν ᾧ τὰ φυτὰ μεταφυτεύεσθαι μέλλοντα κατατίθεται καὶ ὡς οἱ Βιθυνοὶ λέγουσι προσιτεύεται», Γεωπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + σιτεύω «τρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσιτεύεται — προσιτεύω feed before pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)